wallop
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
wallop | wallops |
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
wallop (en)
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) δυνατό χτύπημα, πλήγμα (χωρίς να περιορίζεται/προσδιορίζεται ο τύπος/τρόπος· σφαλιάρα, χτύπημα με ραβδί, μπουνιά κτλ)