κατακεφαλιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κατακεφαλιά | οι | κατακεφαλιές |
γενική | της | κατακεφαλιάς | των | κατακεφαλιών |
αιτιατική | την | κατακεφαλιά | τις | κατακεφαλιές |
κλητική | κατακεφαλιά | κατακεφαλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κατακεφαλιά < κατακέφαλα + -ιά
Ουσιαστικό
επεξεργασίακατακεφαλιά θηλυκό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κατακεφαλιά