ενικός         πληθυντικός  
claque claques

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

claque (fr) θηλυκό

  1. το ράπισμα, το χαστούκι, η μπάτσα, η φάπα
  2. η πλάκα (στο θέατρο)



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

claque θηλυκό

  1. χτύπημα, ράπισμα