Δείτε επίσης: Φούσκος
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φούσκος οι φούσκοι
      γενική του φούσκου των φούσκων
    αιτιατική τον φούσκο τους φούσκους
     κλητική φούσκε φούσκοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
φούσκος < φούσκα για το ράπισμα και αβέβαιης ετυμολογίας για το δεύτερο

Ουσιαστικό

επεξεργασία

φούσκος αρσενικό

  1. ισχυρό χαστούκι, ράπισμα στο πρόσωπο
  2. πλέγμα σχοινιών στο πλαϊνό μέρος του πλοίου

Μεταφράσεις

επεξεργασία