revers
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
revers | revers |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαrevers (fr) αρσενικό
- το πίσω μέρος ενός αντικειμένου
- (μεταφορικά) το πάθημα, μια αρνητική κατάσταση, το αντίθετο μιας ήρεμης κατάστασης, η αναποδιά
- le revers de la fortune - η αντιξοότητα
- το μέρος ενός νομίσματος που φέρει ανάγλυφη μια αναγραφή (π.χ. την αξία του νομίσματος)
- το ρεβέρ
- το πέτο