ενικός πληθυντικός
revers revers

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

revers (fr) αρσενικό

  1. το πίσω μέρος ενός αντικειμένου
  2. (μεταφορικά) το πάθημα, μια αρνητική κατάσταση, το αντίθετο μιας ήρεμης κατάστασης, η αναποδιά
    le revers de la fortune - η αντιξοότητα
  3. το μέρος ενός νομίσματος που φέρει ανάγλυφη μια αναγραφή (π.χ. την αξία του νομίσματος)
     συνώνυμα: pile
     αντώνυμα: avers, face, effigie
  4. το ρεβέρ
  5. το πέτο