effigie
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαeffigie < λατινική effigies < effingo
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
effigie | effigies |
effigie (fr) θηλυκό
- η αναπαράσταση ενός προσώπου στη ζωγραφική, τη γλυπτική, κ.α., το ομοίωμα
- η « κορόνα », το μέρος ενός νομίσματος που φέρει ένα ανάγλυφο σχέδιο, πρόσωπο, κ.α.