ανάγλυφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ανάγλυφος < (ελληνιστική κοινή) ἀνάγλυφος
Επίθετο
επεξεργασία
ανάγλυφος
- σκαλισμένος έτσι ώστε να εξέχει από την επιφάνεια
- (μτφ.) ο πολύ παραστατικός, ο έντονα απεικονιζόμενος