ορεχτικό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ορεχτικό | τα | ορεχτικά |
γενική | του | ορεχτικού | των | ορεχτικών |
αιτιατική | το | ορεχτικό | τα | ορεχτικά |
κλητική | ορεχτικό | ορεχτικά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ορεχτικό < ορεκτικό
Ουσιαστικό επεξεργασία
ορεχτικό ουδέτερο
- άλλη μορφή του ορεκτικό
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ορεχτικό