ορντέβρ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ορντέβρ < απροσάρμοστο λόγιο δάνειο από τη γαλλική hors-d'œuvre
Ουσιαστικό
επεξεργασίαορντέβρ ουδέτερο άκλιτο
- (γαστρονομία) το ορεκτικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία ορντέβρ
|
ορντέβρ ουδέτερο άκλιτο
|