hors-d'œuvre
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαhors-d'œuvre (fr) αρσενικό (ενικός και πληθυντικός)
- (γαστρονομία) το / τα ορντέβρ, το ορεκτικό
Δείτε επίσης : hors d'oeuvre |
hors-d'œuvre (fr) αρσενικό (ενικός και πληθυντικός)