Δείτε επίσης: hors d'oeuvre

Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

hors-d'œuvre < hors (εκτός) + de (από) + œuvre (έργο, εργασία)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ʔɔʁ.dœːvʁ/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

hors-d'œuvre (fr) αρσενικό (ενικός και πληθυντικός)