palatable
Αγγλικά (en) επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | palatable |
συγκριτικός | more palatable |
υπερθετικός | most palatable |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
palatable (en)
παραθετικά | |
θετικός | palatable |
συγκριτικός | more palatable |
υπερθετικός | most palatable |
palatable (en)