παραθετικά
θετικός savory
συγκριτικός savorier
υπερθετικός savoriest

  Ετυμολογία

επεξεργασία
savory < παλαιά γαλλική savoure < savourer < λατινική saporare

  Επίθετο

επεξεργασία

savory (en)

  1. νόστιμος, γευστικός
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη delicious
  2. αλμυρός, όχι γλυκός
    ⮡  I prefer sweet food to savory.
    Προτιμώ τα γλυκά από τα αλμυρά.
  3. ηθικά αποδεκτός