τερψιλαρύγγιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τερψιλαρύγγιο < ουδέτερο του τερψιλαρύγγιος
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τερψιλαρύγγιο ουδέτερο
Συγγενικά επεξεργασία
- τερψιλαρύγγιος
- → δείτε τις λέξεις τέρπω και λάρυγγας