Τερψιχόρη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Τερψιχόρη < αρχαία ελληνική Τερψιχόρη < τέρπω + χορός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /teɾ.psiˈxo.ɾi/
Κύριο όνομα επεξεργασία
Τερψιχόρη θηλυκό
- (ελληνική μυθολογία) μία από τις εννέα Μούσες, η προστάτιδα του χορού
- γυναικείο όνομα
Μεταφράσεις επεξεργασία
Τερψιχόρη