-ψη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- -ψη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -ψις < για θέμα με χειλικό σύμφωνο ⟨π, β, φ⟩ + -σις > -ψις
Επίθημα
επεξεργασία-ψη
- άλλη μορφή του -ση
- εξάλειψη (θέμα αλειφ-)
Δείτε επίσης
επεξεργασίακαι
- το αρχαίο ελληνικό -ψις