τερπνότης
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | τερπνότης | αἱ | τερπνότητες | ||||
γενική | τῆς | τερπνότητος | τῶν | τερπνοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | τερπνότητῐ | ταῖς | τερπνότησῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | τερπνότητᾰ | τὰς | τερπνότητᾰς | ||||
κλητική ὦ! | τερπνότης | τερπνότητες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τερπνότητε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | τερπνοτήτοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τερπνότης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική τερπνό(ς) + -της
Ουσιαστικό επεξεργασία
τερπνότης, -ητος θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη τέρπω
Πηγές επεξεργασία
- τερπνότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.