αγάλλομαι
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αγάλλομαι < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀγάλλομαι, αρχαία σημασία: είμαι έξαλλος από χαρά [1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈɣa.lo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γάλ‐λο‐μαι
ΡήμαΕπεξεργασία
αγάλλομαι μόνο στο ενεστωτικό θέμα (αποθετικό)
- νιώθω πολύ μεγάλη χαρά, χαίρομαι, ευφραίνομαι όπως στον στίχο στα Κάλαντα Χριστουγέννων
- ↪ οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρει η φύσις όλη (κάλαντα)
Επεξεργασία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αγάλλομαι
→ δείτε τη λέξη αγαλλιάζω |
Επεξεργασία
- ↑ αγάλλομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.