Δείτε επίσης: ἀγαλλιῶ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγαλλιώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀγαλλιῶ, συνηρημένος τύπος του ἀγαλλιάω, μεταγενέστερο τύπος του ἀγάλλομαι όπως στη φράση «χαίρετε καὶ ἀγαλλιᾶσθε» (Καινή Διαθήκη, Κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, ε', 12)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ɣa.liˈo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γαλ‐λι‐ώ

  Ρήμα επεξεργασία

αγαλλιώ, πρτ.: αγαλλιούσα, αόρ.: αγαλλίασα, παθ.φωνή: αγαλλιώμαι

Ταυτόσημο επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία