Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γηθοσύνη
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
γηθοσύν
η
οι
γηθοσύν
ες
γενική
της
γηθοσύν
ης
των
γηθοσυν
ών
αιτιατική
τη
γηθοσύν
η
τις
γηθοσύν
ες
κλητική
γηθοσύν
η
γηθοσύν
ες
Κατηγορία
όπως «
νίκη
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
γηθοσύνη
<
αρχαία ελληνική
γηθοσύνη
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γηθοσύνη
θηλυκό
(
αρχαιοπρεπές
)
χαρά
,
ευχαρίστηση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γηθοσύνη
→
δείτε
τις λέξεις
χαρά
και
ευχαρίστηση