Ἀγλαΐα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Ἀγλαΐᾱ | αἱ | Ἀγλαΐαι |
γενική | τῆς | Ἀγλαΐᾱς | τῶν | Ἀγλαϊῶν |
δοτική | τῇ | Ἀγλαΐᾳ | ταῖς | Ἀγλαΐαις |
αιτιατική | τὴν | Ἀγλαΐᾱν | τὰς | Ἀγλαΐᾱς |
κλητική ὦ! | Ἀγλαΐᾱ | Ἀγλαΐαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἀγλαΐᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Ἀγλαΐαιν | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ἀγλαΐα < ἀγλαός
Κύριο όνομα
επεξεργασίαἈγλαΐα θηλυκό
- γυναικείο όνομα
- (ελληνική μυθολογία) στην ελληνική μυθολογία, μία από τις Χάριτες, αλληγορική θεότητα των ακτίνων της αυγής
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Ἀγλαΐα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.