Δείτε επίσης: ἀκτινοβόλος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακτινοβόλος η ακτινοβόλος
ακτινοβόλα
το ακτινοβόλο
      γενική του ακτινοβόλου της ακτινοβόλου
ακτινοβόλας
του ακτινοβόλου
    αιτιατική τον ακτινοβόλο την ακτινοβόλο
ακτινοβόλα
το ακτινοβόλο
     κλητική ακτινοβόλε ακτινοβόλε
ακτινοβόλα
ακτινοβόλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακτινοβόλοι οι ακτινοβόλοι
ακτινοβόλες
τα ακτινοβόλα
      γενική των ακτινοβόλων των ακτινοβόλων των ακτινοβόλων
    αιτιατική τους ακτινοβόλους τις ακτινοβόλους
ακτινοβόλες
τα ακτινοβόλα
     κλητική ακτινοβόλοι ακτινοβόλοι
ακτινοβόλες
ακτινοβόλα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ακτινοβόλος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀκτινοβόλος.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε ακτινο- + -βόλος.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.kti.noˈvo.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κτι‐νο‐βό‐λος

  Επίθετο

επεξεργασία

ακτινοβόλος, -ος/α, -ο [1] ή -ος. -α/ος, -ο [2]

  1. που λάμπει, ακτινοβολεί κυριολεκτικά
    ⮡  ο ήλιος είναι ακτινοβόλος
  2. που λάμπει εσωτερικά, που εκπέμπει ψυχική ακτινοβολία
  3. (φυσική) που διαχέεται με ακτίνες
    ⮡  ακτινοβόλος πυκνότητα ροής (radiant flux density), ακτινοβόλος θέρμανση

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις ακτίνα και βάλλω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία