αγλάισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αγλάισμα < αρχαία ελληνική ἀγλάϊσμα < ἀγλαός ("θαυμάσιος, λαμπρός")
Ουσιαστικό επεξεργασία
αγλάισμα ουδέτερο
- (+ γενική, συχνά ειρωνικά) αυτό που στολίζει και τιμά, το στολίδι, η τιμή
- ... στον κίνδυνο τελευτής του βίου του ευρώ, που αποτέλεσε την επιτομή της ευρωπαϊκής «ολοκλήρωσης», το αγλάισμα της Ε.Ε. αλλά και αντίπαλο δέος του άλλοτε κραταιού δολαρίου. (από την εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 1 Μαρτίου 2010)