καταφώτιστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταφώτιστος < (ελληνιστική κοινή) καταφωτίζω + -τος
Επίθετο
επεξεργασίακαταφώτιστος, -η, -ο
- άλλη μορφή του κατάφωτος
Συνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κατάφωτος
Αντώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κατασκότεινος
Μεταφράσεις
επεξεργασία καταφώτιστος
|