Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κατάφωτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Αντώνυμα
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κατάφωτ
ος
η
κατάφωτ
η
το
κατάφωτ
ο
γενική
του
κατάφωτ
ου
της
κατάφωτ
ης
του
κατάφωτ
ου
αιτιατική
τον
κατάφωτ
ο
την
κατάφωτ
η
το
κατάφωτ
ο
κλητική
κατάφωτ
ε
κατάφωτ
η
κατάφωτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κατάφωτ
οι
οι
κατάφωτ
ες
τα
κατάφωτ
α
γενική
των
κατάφωτ
ων
των
κατάφωτ
ων
των
κατάφωτ
ων
αιτιατική
τους
κατάφωτ
ους
τις
κατάφωτ
ες
τα
κατάφωτ
α
κλητική
κατάφωτ
οι
κατάφωτ
ες
κατάφωτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κατάφωτος
<
κατα-
+
φως
+
-ος
Επίθετο
επεξεργασία
κατάφωτος, -η, -ο
που είναι πολύ
φωτεινός
Συνώνυμα
επεξεργασία
(
ηλιόλουστος
)
καταφώτιστος
ξέφωτος
ολόφωτος
φωτερός
Αντώνυμα
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
κατασκότεινος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κατάφωτος
αγγλικά
:
lambent
(en)