πάμφωτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πάμφωτος | η | πάμφωτη | το | πάμφωτο |
γενική | του | πάμφωτου | της | πάμφωτης | του | πάμφωτου |
αιτιατική | τον | πάμφωτο | την | πάμφωτη | το | πάμφωτο |
κλητική | πάμφωτε | πάμφωτη | πάμφωτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πάμφωτοι | οι | πάμφωτες | τα | πάμφωτα |
γενική | των | πάμφωτων | των | πάμφωτων | των | πάμφωτων |
αιτιατική | τους | πάμφωτους | τις | πάμφωτες | τα | πάμφωτα |
κλητική | πάμφωτοι | πάμφωτες | πάμφωτα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπάμφωτος, -η, -ο
- φωτισμένος με πάρα πολλά φώτα
- ※ Η ανάμνηση της μεγάλης πόλης του κόσμου, της πάμφωτης δε φέρνει αυτή τη στιγμή τίποτα απ' τη μαγεία της. (Ηλίας Βενέζης Ο ληστής Πάντζο Βίλλα (1954) [διήγημα])
Μεταφράσεις
επεξεργασία πάμφωτος
|