ολόλαμπρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ολόλαμπρος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ὁλόλαμπρος. Συγχρονικά αναλύτεται σε ολό- + λαμπρός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /oˈlo.lam.bɾos/
Επίθετο
επεξεργασίαολόλαμπρος
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ολόλαμπρος
|