Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ολοσκότεινος η ολοσκότεινη το ολοσκότεινο
      γενική του ολοσκότεινου της ολοσκότεινης του ολοσκότεινου
    αιτιατική τον ολοσκότεινο την ολοσκότεινη το ολοσκότεινο
     κλητική ολοσκότεινε ολοσκότεινη ολοσκότεινο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ολοσκότεινοι οι ολοσκότεινες τα ολοσκότεινα
      γενική των ολοσκότεινων των ολοσκότεινων των ολοσκότεινων
    αιτιατική τους ολοσκότεινους τις ολοσκότεινες τα ολοσκότεινα
     κλητική ολοσκότεινοι ολοσκότεινες ολοσκότεινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ολοσκότεινος < ολο- + σκοτεινός

  Επίθετο επεξεργασία

ολοσκότεινος

  1. εντελώς σκοτεινός, χωρίς κανένα φως ή χωρίς καμία πιο ανοιχτή απόχρωση
    ολοσκότεινα μάτια, ολοσκότεινο δωμάτιο

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία