ολοσκότεινος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ολοσκότεινος
- εντελώς σκοτεινός, χωρίς κανένα φως ή χωρίς καμία πιο ανοιχτή απόχρωση
- ολοσκότεινα μάτια, ολοσκότεινο δωμάτιο
Συνώνυμα επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη κατασκότεινος
Αντώνυμα επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη κατάφωτος
Μεταφράσεις επεξεργασία
ολοσκότεινος
|