ολοσκότεινα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ολοσκότεινα < ολοσκότεινος + -α
Επίρρημα
επεξεργασίαολοσκότεινα
Συνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κατασκότεινα
Μεταφράσεις
επεξεργασία ολοσκότεινα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαολοσκότεινα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ολοσκότεινος