ολοσκότεινων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαολοσκότεινων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του ολοσκότεινος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του ολοσκότεινος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ολοσκότεινος