light up
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | light up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | lights up |
αόριστος | lit up, lighted up |
παθητική μετοχή | lit up, lighted up |
ενεργητική μετοχή | lighting up |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
light up (en)
- (μεταβατικό) φωτίζω, ρίχνω φως σε κάτι
- (μεταβατικό και αμετάβατο) φωτίζω, φεγγοβολώ, δείχνω ευτυχία ή ενθουσιασμό με τα μάτια ή το πρόσωπό μου
- ↪ A smile lit up his face.
- Ένα χαμόγελο φώτισα το πρόσωπό του.
- ↪ Her face lit up with joy.
- Το πρόσωπό της φωτίστηκε από χαρά.
- ↪ His eyes lit up as soon as he saw her.
- Φεγγοβόλησε η ματιά του, μόλις την είδε.
- ↪ A smile lit up his face.
- (αμετάβατο) ανάβω τσιγάρο ή πίπα
Πηγές επεξεργασία
- light up - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 956. ISBN 9780194325684., λήμμα: φωτίζω