ενεστώτας light up
γ΄ ενικό ενεστώτα lights up
αόριστος lit up, lighted up
παθητική μετοχή lit up, lighted up
ενεργητική μετοχή lighting up

  Ετυμολογία

επεξεργασία
light up < → δείτε τις λέξεις light και up

light up (en)

  1. (μεταβατικό) φωτίζω, ρίχνω φως σε κάτι
    ⮡  Four large floodlights lit up the field.
    Τέσσερις μεγάλοι προβολείς φώτιζαν το γήπεδο.
    ⮡  The moon lit up the night brightly.
    Το φεγγάρι φώτιζε φωτεινά τη νύχτα.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) φωτίζω, φεγγοβολώ, δείχνω ευτυχία ή ενθουσιασμό με τα μάτια ή το πρόσωπό μου
    ⮡  A smile lit up his face.
    Ένα χαμόγελο φώτισα το πρόσωπό του.
    ⮡  Her face lit up with joy.
    Το πρόσωπό της φωτίστηκε από χαρά.
    ⮡  His eyes lit up as soon as he saw her.
    Φεγγοβόλησε η ματιά του, μόλις την είδε.
  3. (ανεπίσημο) ανάβω τσιγάρο ή πίπα
    ⮡  He lit up a cigarette.
    Άναψε ένα τσιγάρο.