Φωτεινή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Φωτεινή | οι | Φωτεινές |
γενική | της | Φωτεινής | — | |
αιτιατική | τη | Φωτεινή | τις | Φωτεινές |
κλητική | Φωτεινή | Φωτεινές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Φωτεινή < (ελληνιστική κοινή) Φωτεινή < φωτεινή, θηλυκό του φωτεινός
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΦωτεινή θηλυκό