Φώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Φώτης | οι | Φώτηδες |
γενική | του | Φώτη | των | Φώτηδων |
αιτιατική | τον | Φώτη | τους | Φώτηδες |
κλητική | Φώτη | Φώτηδες | ||
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Φώτης < Φώτιος < μεσαιωνική ελληνική Φώτιος < αρχαία ελληνική Φώτιος < φάος / φῶς
Προφορά
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΦώτης αρσενικό
- ανδρικό όνομα
- ανήμερα των Φώτων λέμε τα χρόνια πολλά στους Φώτηδες, στις Φωτεινές και στους Ιορδάνηδες
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη φως