αμυδρότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αμυδρότητα | οι | αμυδρότητες |
γενική | της | αμυδρότητας | των | αμυδροτήτων |
αιτιατική | την | αμυδρότητα | τις | αμυδρότητες |
κλητική | αμυδρότητα | αμυδρότητες | ||
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος | ||||
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αμυδρότητα < μεσαιωνική ελληνική ἀμυδρότης
Ουσιαστικό
επεξεργασίααμυδρότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του αμυδρού
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αμυδρότητα