ασυναίσθητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ασυναίσθητος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀσυναίσθητος (που δεν έχει συναίσθηση)[1] < αρχαία ελληνική ἀ- + συναισθάνομαι < σύν + αἰσθάνομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂ewisd- < *h₂ew- (βλέπω, παρατηρώ)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.siˈne.sθi.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐συ‐ναί‐σθη‐τος
Επίθετο επεξεργασία
ασυναίσθητος, -η, -ο
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις συναισθάνομαι, συν και αισθάνομαι
Μεταφράσεις επεξεργασία
ασυναίσθητος
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ασυναίσθητος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας