Δείτε επίσης: ἀσυναίσθητος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασυναίσθητος η ασυναίσθητη το ασυναίσθητο
      γενική του ασυναίσθητου της ασυναίσθητης του ασυναίσθητου
    αιτιατική τον ασυναίσθητο την ασυναίσθητη το ασυναίσθητο
     κλητική ασυναίσθητε ασυναίσθητη ασυναίσθητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασυναίσθητοι οι ασυναίσθητες τα ασυναίσθητα
      γενική των ασυναίσθητων των ασυναίσθητων των ασυναίσθητων
    αιτιατική τους ασυναίσθητους τις ασυναίσθητες τα ασυναίσθητα
     κλητική ασυναίσθητοι ασυναίσθητες ασυναίσθητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ασυναίσθητος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀσυναίσθητος (που δεν έχει συναίσθηση)[1] < αρχαία ελληνική ἀ- + συναισθάνομαι < σύν + αἰσθάνομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂ewisd- < *h₂ew- (βλέπω, παρατηρώ)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.siˈne.sθi.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐συ‐ναί‐σθη‐τος

  Επίθετο

επεξεργασία

ασυναίσθητος, -η, -ο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις συναισθάνομαι, συν και αισθάνομαι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία