Δείτε επίσης: ἀσυναίσθητα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασυναίσθητα < ασυναίσθητ(ος) +

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.siˈne.sθi.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐συ‐ναί‐σθη‐τα

  Επίρρημα επεξεργασία

ασυναίσθητα

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ασυναίσθητα