ανεπίγνωστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανεπίγνωστος < (ελληνιστική κοινή) ἀνεπίγνωστος < ἀν- + ἐπίγνωστος < αρχαία ελληνική ἐπιγιγνώσκω < γιγνώσκω
Επίθετο επεξεργασία
ανεπίγνωστος, -η, -ο
- αυτός που δε γνωρίζει, δε συνειδητοποιεί τις (λανθασμένες ή επιλήψιμες) ενέργειες ή πράξεις του
- αυτός που δε γνωρίζει σε βάθος κάτι
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- ανεπίγνωστα
- → δείτε τη λέξη γνωρίζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανεπίγνωστος