Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανεπίγνωστος η ανεπίγνωστη το ανεπίγνωστο
      γενική του ανεπίγνωστου της ανεπίγνωστης του ανεπίγνωστου
    αιτιατική τον ανεπίγνωστο την ανεπίγνωστη το ανεπίγνωστο
     κλητική ανεπίγνωστε ανεπίγνωστη ανεπίγνωστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανεπίγνωστοι οι ανεπίγνωστες τα ανεπίγνωστα
      γενική των ανεπίγνωστων των ανεπίγνωστων των ανεπίγνωστων
    αιτιατική τους ανεπίγνωστους τις ανεπίγνωστες τα ανεπίγνωστα
     κλητική ανεπίγνωστοι ανεπίγνωστες ανεπίγνωστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανεπίγνωστος < (ελληνιστική κοινήἀνεπίγνωστος < ἀν- + ἐπίγνωστος < αρχαία ελληνική ἐπιγιγνώσκω < γιγνώσκω

  Επίθετο επεξεργασία

ανεπίγνωστος, -η, -ο

  1. αυτός που δε γνωρίζει, δε συνειδητοποιεί τις (λανθασμένες ή επιλήψιμες) ενέργειες ή πράξεις του
  2. αυτός που δε γνωρίζει σε βάθος κάτι

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία