Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐπιγιγνώσκω < ἐπί + γιγνώσκω

  Ρήμα επεξεργασία

ἐπιγιγνώσκω

  • γνωρίζω κάτι ως αυτόπτης, το βλέπω με τα μάτια μου