αυτόπτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αυτόπτης | οι | αυτόπτες |
γενική | του | αυτόπτη | των | αυτοπτών |
αιτιατική | τον | αυτόπτη | τους | αυτόπτες |
κλητική | αυτόπτη | αυτόπτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αυτόπτης < αρχαία ελληνική αὐτόπτης < αὐτός ("ὀ ίδιος") + ὁράω (θέμα ὀπ- που απαντά στον μέλλοντα ὄψομαι και στον παρακείμενο ὄπωπα)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααυτόπτης αρσενικό ή θηλυκό (θηλυκό & αυτόπτις)
- που βλέπει κάτι με τα ίδια του τα μάτια
- (ως επίθετο) στη φράση αυτόπτης μάρτυρας