Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυτόπτις < (ελληνιστική κοινήαὐτόπτις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αυτόπτις θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία