αυτόπτης μάρτυρας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίααυτόπτης μάρτυρας αρσενικό
- αυτός που είδε ένα γεγονός με τα ίδια του τα μάτια και μπορεί να μαρτυρήσει γι' αυτό
Μεταφράσεις
επεξεργασία αυτόπτης μάρτυρας