αὐτόπτης
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αὐτόπτης αρσενικό (και θηλυκό, ἡ αὐτόπτις), τοῦ τῆς αὐτόπτου
- αυτός που είδε κάτι με τα ίδια του τα μάτια
Δείτε επίσης : αυτόπτης |
αὐτόπτης αρσενικό (και θηλυκό, ἡ αὐτόπτις), τοῦ τῆς αὐτόπτου