ασυναισθησία
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ασυναισθησία < ασυναίσθητος + -σία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ασυναισθησία θηλυκό
- (λόγιο) το να είναι κάποιος ασυναίσθητος, η ιδιότητα του ασυναίσθητου
Επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις ασυναίσθητος, συναισθάνομαι, συν και αισθάνομαι
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ασυναισθησία