↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πωρωμένος η πωρωμένη το πωρωμένο
      γενική του πωρωμένου της πωρωμένης του πωρωμένου
    αιτιατική τον πωρωμένο την πωρωμένη το πωρωμένο
     κλητική πωρωμένε πωρωμένη πωρωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πωρωμένοι οι πωρωμένες τα πωρωμένα
      γενική των πωρωμένων των πωρωμένων των πωρωμένων
    αιτιατική τους πωρωμένους τις πωρωμένες τα πωρωμένα
     κλητική πωρωμένοι πωρωμένες πωρωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πωρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πωρώνομαι

πωρωμένος, -η, -ο

  1. που έχει πωρωθεί με κάτι
  2. που έχει εμμονή με κάτι

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία