πωρώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πωρώνω < ελληνιστική κοινή πωρόω / πωρῶ (1η σημασία) < αρχαία ελληνική πωρόω / πωρῶ < πῶρος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /poˈɾo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πω‐ρώ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίαπωρώνω, αόρ.: πώρωσα, παθ.φωνή: πωρώνομαι, π.αόρ.: πωρώθηκα, μτχ.π.π.: πωρωμένος
- μετατρέπω κάποιον σε αναίσθητο ως προς ζητήματα ηθικής, του προκαλώ ηθική αναισθησία
- προκαλώ συναισθηματική ένδεια
- (οικείο) φανατίζω, παθιάζω
- ≈ συνώνυμα: (λόγιο) ενθουσιάζω, εκστασιάζω
- ≠ αντώνυμα: (ξενερώνω)
- (ιατρική) (συνήθως ο τύπος πωρώνεται) δημιουργώ πώρο στην προσπάθεια αποκατάστασης ενός οστού που έχει σπάσει
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πωρώνω | πώρωνα | θα πωρώνω | να πωρώνω | πωρώνοντας | |
β' ενικ. | πωρώνεις | πώρωνες | θα πωρώνεις | να πωρώνεις | πώρωνε | |
γ' ενικ. | πωρώνει | πώρωνε | θα πωρώνει | να πωρώνει | ||
α' πληθ. | πωρώνουμε | πωρώναμε | θα πωρώνουμε | να πωρώνουμε | ||
β' πληθ. | πωρώνετε | πωρώνατε | θα πωρώνετε | να πωρώνετε | πωρώνετε | |
γ' πληθ. | πωρώνουν(ε) | πώρωναν πωρώναν(ε) |
θα πωρώνουν(ε) | να πωρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πώρωσα | θα πωρώσω | να πωρώσω | πωρώσει | ||
β' ενικ. | πώρωσες | θα πωρώσεις | να πωρώσεις | πώρωσε | ||
γ' ενικ. | πώρωσε | θα πωρώσει | να πωρώσει | |||
α' πληθ. | πωρώσαμε | θα πωρώσουμε | να πωρώσουμε | |||
β' πληθ. | πωρώσατε | θα πωρώσετε | να πωρώσετε | πωρώστε | ||
γ' πληθ. | πώρωσαν πωρώσαν(ε) |
θα πωρώσουν(ε) | να πωρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πωρώσει | είχα πωρώσει | θα έχω πωρώσει | να έχω πωρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις πωρώσει | είχες πωρώσει | θα έχεις πωρώσει | να έχεις πωρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει πωρώσει | είχε πωρώσει | θα έχει πωρώσει | να έχει πωρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πωρώσει | είχαμε πωρώσει | θα έχουμε πωρώσει | να έχουμε πωρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε πωρώσει | είχατε πωρώσει | θα έχετε πωρώσει | να έχετε πωρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πωρώσει | είχαν πωρώσει | θα έχουν πωρώσει | να έχουν πωρώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πωρώνομαι | πωρωνόμουν(α) | θα πωρώνομαι | να πωρώνομαι | ||
β' ενικ. | πωρώνεσαι | πωρωνόσουν(α) | θα πωρώνεσαι | να πωρώνεσαι | ||
γ' ενικ. | πωρώνεται | πωρωνόταν(ε) | θα πωρώνεται | να πωρώνεται | ||
α' πληθ. | πωρωνόμαστε | πωρωνόμαστε πωρωνόμασταν |
θα πωρωνόμαστε | να πωρωνόμαστε | ||
β' πληθ. | πωρώνεστε | πωρωνόσαστε πωρωνόσασταν |
θα πωρώνεστε | να πωρώνεστε | (πωρώνεστε) | |
γ' πληθ. | πωρώνονται | πωρώνονταν πωρωνόντουσαν |
θα πωρώνονται | να πωρώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πωρώθηκα | θα πωρωθώ | να πωρωθώ | πωρωθεί | ||
β' ενικ. | πωρώθηκες | θα πωρωθείς | να πωρωθείς | πωρώσου | ||
γ' ενικ. | πωρώθηκε | θα πωρωθεί | να πωρωθεί | |||
α' πληθ. | πωρωθήκαμε | θα πωρωθούμε | να πωρωθούμε | |||
β' πληθ. | πωρωθήκατε | θα πωρωθείτε | να πωρωθείτε | πωρωθείτε | ||
γ' πληθ. | πωρώθηκαν πωρωθήκαν(ε) |
θα πωρωθούν(ε) | να πωρωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω πωρωθεί | είχα πωρωθεί | θα έχω πωρωθεί | να έχω πωρωθεί | πωρωμένος | |
β' ενικ. | έχεις πωρωθεί | είχες πωρωθεί | θα έχεις πωρωθεί | να έχεις πωρωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει πωρωθεί | είχε πωρωθεί | θα έχει πωρωθεί | να έχει πωρωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε πωρωθεί | είχαμε πωρωθεί | θα έχουμε πωρωθεί | να έχουμε πωρωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε πωρωθεί | είχατε πωρωθεί | θα έχετε πωρωθεί | να έχετε πωρωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν πωρωθεί | είχαν πωρωθεί | θα έχουν πωρωθεί | να έχουν πωρωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι πωρωμένος - είμαστε, είστε, είναι πωρωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν πωρωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν πωρωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι πωρωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι πωρωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι πωρωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι πωρωμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία πωρώνω
|