Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If Wikipedia is useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πωρωτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Συγγενικά
1.3.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πωρωτικ
ός
η
πωρωτικ
ή
το
πωρωτικ
ό
γενική
του
πωρωτικ
ού
της
πωρωτικ
ής
του
πωρωτικ
ού
αιτιατική
τον
πωρωτικ
ό
την
πωρωτικ
ή
το
πωρωτικ
ό
κλητική
πωρωτικ
έ
πωρωτικ
ή
πωρωτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πωρωτικ
οί
οι
πωρωτικ
ές
τα
πωρωτικ
ά
γενική
των
πωρωτικ
ών
των
πωρωτικ
ών
των
πωρωτικ
ών
αιτιατική
τους
πωρωτικ
ούς
τις
πωρωτικ
ές
τα
πωρωτικ
ά
κλητική
πωρωτικ
οί
πωρωτικ
ές
πωρωτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πωρωτικός
<
πωρώνω
+
-τικός
<
αρχαία ελληνική
πωρόω
/
πωρῶ
<
πῶρος
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
po.ɾo.tiˈkos
/
Επίθετο
επεξεργασία
πωρωτικός
που έχει
σχέση
με την
πώρωση
, αναφέρεται σ’ αυτή ή την προκαλεί
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις
λέξεις
πωρώνω
και
πώρος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πωρωτικός