πωρώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /poˈɾo.no.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πω‐ρώ‐νο‐μαι
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαπωρώνομαι, π.αόρ.: πωρώθηκα, μτχ.π.π.: πωρωμένος
- παθητική φωνή του ρήματος πωρώνω
πωρώνομαι, π.αόρ.: πωρώθηκα, μτχ.π.π.: πωρωμένος