ενσυνείδητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενσυνείδητος
- (λόγιο) άλλη μορφή του συνειδητός
- ※ Υπάρχουν συμπτώσεις στη ζωή που μοιάζουν με ενσυνείδητες επεμβάσεις μυστικών δυνάμεων. (Έλλη Αλεξίου (1974) Ερνέστο Γκεβάρα [δοκίμιο])
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ενσυνείδητος
|