guilt (en) (μη μετρήσιμο)
- η ενοχή, το συναίσθημα όταν εμείς οι ίδιοι αποδοκιμάζουμε και επικρίνουμε πράξη μας, συμπεριφορά μας κτλ.
- ⮡ He was tormented by the feeling of guilt.
- Τον βασάνιζε το αίσθημα ενοχής.
- ⮡ I don’t have any guilt, since I warned you.
- Καμία δεν έχω ενοχή, αφού σας προειδοποίησα.
- ⮡ Everyone has their guilt about something.
- Ο καθένας έχει τις ενοχές του.
- η ενοχή, το γεγονός ότι κάποιος έχει κάνει κάτι παράνομο
- ⮡ There are doubts about his guilt.
- Υπάρχουν αμφιβολίες για την ενοχή του.
- ⮡ The guilt of the accused in the offense is undeniable.
- Η ενοχή των κατηγορουμένων στο αδίκημα είναι αναμφισβήτητη.