Ουσιαστικό

επεξεργασία

guilt (en) (μη μετρήσιμο)

  1. η ενοχή, το συναίσθημα όταν εμείς οι ίδιοι αποδοκιμάζουμε και επικρίνουμε πράξη μας, συμπεριφορά μας κτλ.
    ⮡  He was tormented by the feeling of guilt.
    Τον βασάνιζε το αίσθημα ενοχής.
    ⮡  I don’t have any guilt, since I warned you.
    Καμία δεν έχω ενοχή, αφού σας προειδοποίησα.
    ⮡  Everyone has their guilt about something.
    Ο καθένας έχει τις ενοχές του.
  2. η ενοχή, το γεγονός ότι κάποιος έχει κάνει κάτι παράνομο
    ⮡  There are doubts about his guilt.
    Υπάρχουν αμφιβολίες για την ενοχή του.
    ⮡  The guilt of the accused in the offense is undeniable.
    Η ενοχή των κατηγορουμένων στο αδίκημα είναι αναμφισβήτητη.

Συνώνυμα

επεξεργασία