- guiltiness < guilty + -ness
guiltiness (en)
- η ενοχή
- ⮡ Everyone has their guiltiness about something.
- Ο καθένας έχει τις ενοχές του.
- ⮡ The guiltiness of the accused in the offense is undeniable.
- Η ενοχή των κατηγορουμένων στο αδίκημα είναι αναμφισβήτητη.
- ≈ συνώνυμα: guilt