guilty
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | guilty |
συγκριτικός | guiltier / more guilty |
υπερθετικός | guiltiest / most guilty |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαguilty (en)
- ένοχος, σχετίζεται με το αίσθημα της ενοχής
- ⮡ a guilty conscience - ενοχή συνείδηση
- ⮡ He looks guilty.
- Φαίνεται ένοχος.
- (νομικός όρος) ένοχος
- ⮡ He pleaded he was guilty to the crime.
- Ομολόγησε ότι ήταν ένοχος του εγκλήματος.
- ⮡ She is guilty of stealing.
- Είναι ένοχη κλοπής.
- ⮡ He pleaded he was guilty to the crime.